κρεματόριο

κρεματόριο
το
1. ειδικός χώρος με κλίβανο για την αποτέφρωση νεκρών
2. οικοδόμημα με κλίβανο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εξολόθρευση αιχμαλώτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. crematorium και crematory (< λατ. crematorium < λατ. cremo «καίω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρεματόριο — το αποτεφρωτήρας νεκρών, αποτεφρωτικός κλίβανος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποτεφρωτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αποτέφρωση 2. φρ. «αποτεφρωτικός κλίβανος» κρεματόριο …   Dictionary of Greek

  • Ντούντοκ, Βίλεμ Μαρίνους — (Willem MarinusDudok, Άμστερνταμ 1884 – 1974). Ολλανδός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Υπήρξε αρχιτέκτονας των δήμων του Λέιντεν και του Χίλβερσουμ, αλλά απασχολήθηκε με τα σχέδια και άλλων πόλεων (όπως της Χάγης), φανερώνοντας αντιλήψεις εντελώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”